ασκλάβωτος

ασκλάβωτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν υποδουλώθηκε, ο ελεύθερος: Οι Σουλιώτες σ' όλη την τουρκοκρατία έμειναν ασκλάβωτοι.
2. ελεύθερος από υποχρεώσεις, αδέσμευτος, διαθέσιμος: Το χτήμα εκείνο το 'χω ασκλάβωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ασκλάβωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σκλαβωθεί, που δεν έχει υποδουλωθεί 2. εκείνος που δεν πιάστηκε αιχμάλωτος 3. ο ανυπάκουος, ο ανεξάρτητος 4. (για ακίνητα και χρήματα) αυτός που δεν είναι υποθηκευμένος ή δεσμευμένος …   Dictionary of Greek

  • αδούλωτος — η, ο ασκλάβωτος: Ο τόπος καταχτήθηκε, η ψυχή όμως του λαού που τον κατοικούσε έμενε αδούλωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”