- ασκλάβωτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν υποδουλώθηκε, ο ελεύθερος: Οι Σουλιώτες σ' όλη την τουρκοκρατία έμειναν ασκλάβωτοι.2. ελεύθερος από υποχρεώσεις, αδέσμευτος, διαθέσιμος: Το χτήμα εκείνο το 'χω ασκλάβωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.